Monday, October 23, 2006
Wednesday, October 11, 2006
...και μ'οδηγό μου ένα παιδί. (τράγουδια που αγάπησα...)
ΓΥΡΙΣΕ Ο ΚΑΙΡΟΣ
Γύρισε ο καιρός κι ήρθαν βροχές
τις μνήμες άρωμα για να ποτίσουν.
Πώς άλλαξαν σημάδια οι εποχές,
κι οι φίλοι που χαθήκαν μείναν πίσω
στα ζάρια να μετρούν τις Κυριακές;
Στένεψαν οι δρόμοι από παντού
σελίδα γύρισες άλλη στο χάρτη
ταξίδια να ονειρεύεσαι γι’ αλλού
μακριά που άλλος κανείς μαζί δε θα ’ρθει
να σου κρατάει το βάρος τ’ ουρανού.
Φεύγουνε τα σύννεφα βαριά
με το πιοτό γυρεύεις να ξεχάσεις.
Μια θλίψη στο μυαλό σου τριγυρνά
κι απόψε όπως και χθες θα προσπεράσει
η νύχτα που σε πνίγει σε κερνά.
ΑΝΤΑΜΩΜΑ ΜΕ ΞΩΤΙΚΟ
Ένα γράμμα σου να λάβω, έστω με χαρτί λευκό,
ξαφνικά να σ’ ανταμώσω στου μυαλού τον ουρανό
και θα πλάσω τη μορφή σου με ψηφίδες π’ αγαπώ
τη μιζέρια όλου του κόσμου θα σκορπίσεις στο λεπτό.
Θα χορέψουμε αντίκρυ σε φιλήδονη φωτιά
στο ρυθμό που ορίζει ο Μπάτης στων ψυχών την αγκαλιά.
Όλη νύχτα δε θα πούμε μια κουβέντα περιττή.
Των ματιών σου η αλήθεια θ’ ομορφαίνει τη σιωπή.
Και σαν πάρει να χαράξει, θα ματώσω από σεβντά,
καταχνιά θα σε τυλίξει, θα σε πάρει μακριά.
……………..............................................................................................
ΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ
Όσες φορές η μαύρη νύχτα με κερδίζει
τόσες ανάσες ο χειμώνας μου χρωστά
σπουργίτι έρημο η σκέψη μου γυρίζει
σ΄ άγνωστους δρόμους που κανείς δεν περπατά
και η σιωπή της μοναξιάς με νανουρίζει.
Μια νοσταλγία το μυαλό μου φυλακίζει
φίλοι που χάθηκαν και πίσω δεν κοιτάν
σπίτια παλιά που το κλειδί σκουριά μυρίζει
κι απ’ τα ραδιόφωνα σκοπούς μου τραγουδάν
φωνές που κάνουν την ψυχή μου να δακρύζει.
Κλειστά τα βλέφαρα κι ο νους μου φτερουγίζει
σ’ όνειρα που ’χουν την αγάπη συντροφιά
σ’ άσπρα δωμάτια που θαλπωρή ραντίζει
κάποια ανάμνηση τα μαύρα μου μαλλιά
και πάντα μόνη της η μάνα συγυρίζει.
ΠΑΤΩ ΤΙΣ ΑΚΡΙΕΣ ΤΩΝ ΒΟΥΝΩΝ
Πατώ τις άκριες των βουνών,
των λογισμών τις άκριες.
Μ’ ακολουθούν δυο σύννεφα
και οι παλιές μου αγάπες.
Με τ’ όνειρό μου ντύνομαι,
το όνειρό μου λέω.
Πάνω τις άκριες των βουνών
μ’ ένα τραγούδι κλαίω.
ΠΟΛΥ ΜΙΚΡΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Ήμουν κλαράκι κάηκα
κι έκαψα ένα βουνό.
Του έρωτα οι στεναγμοί
δεν έχουν τελειωμό.
ΣΑΝ Τ’ ΑΕΡΑΚΙ
Σαν τ’ αεράκι θα μου φέρνει τη φωνή σου
χαρτί θα πάρω και θα φτιάξω τη μορφή σου,
χρώμα θα βάλω σαν του γέλιου σου τον ήχο
κι άσπρο πανί, για να σου στείλω ένα στίχο.
Θα σεργιανίσω στα περβόλια της ψυχής σου,
σ’ άνθη θα σκύψω μα μυρίσω το κορμί σου
και, πριν η νύχτα κατεβεί και σε ζητήσω,
θα ’χω προλάβει στον αγέρα να μιλήσω.
ΤΡΑΓΟΥΔΙ
Μένω σ’ αυτή την πόλη και κάπου εδώ γυρνώ
οι φίλοι μου το ξέρουν, μα εγώ άλλα θα σας πω.
Πολύ συχνά θυμάμαι μια πόλη μυστική
ποτέ μου εκεί δεν πήγα, μα εκεί έχω γεννηθεί.
Τις νύχτες ξενυχτάω και γράφω τακτικά
κάτι πικρά τραγούδια με λόγια σαν κι αυτά.
Τα λόγια είν’ αέρας, στιχάκια είναι και παν’,
οι άλλοι τα ξεχνάνε, σε μένα όμως γυρνάν.
Τα λόγια είναι λόγια, μα θα μ’ εκδικηθούν,
νύχτα θα με ξυπνήσουν ξανά για να μου πουν:
Ψυχή μου, μαύρη πυρκαγιά, ποτέ δε θα βρεις γιατρειά!
ΚΑΛΕΣ ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΕΙΣ ΣΤΗ ΜΟΥΣΙΚΗ...
Tuesday, October 10, 2006
κι όσο ψάχνω μακριά μου
σε χάνω...
Είσαι εικόνα που σβήνει στο κενό
και μ' αφήνει να ψάχνω πιο κάτω.
Δεν αντέχω στη σιωπή σου να ζω,
είμαι ξέμπαρκη ψυχή, ταραγμένη.
Δεν χωράω στο μικρό μου εαυτό,
πες μου ποια αλυσίδα μας δένει.''
Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' εύρισκα, αγαπημένη,
στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Yστερα έρχόταν η βροχή.
Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...
Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,
τότε που μου χαμογελούσες.
Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,
έζησα όλη τη ζωή.
Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.
Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.
Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.
Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.
Θά 'θελα να φωνάξω τ' όνομά σου,
αγάπη μου, μ' όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.
Ναι, αγαπημένη μου.
Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου
έσκυβε και με ρωτούσε: Τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα.
Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της,
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής
ήταν που αργούσες ακόμα,
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια,
ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.
Έτσι έζησα. Πάντοτε.
Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
- θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου
τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.
Βαδίζαμε δίχως λέξη.
Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυο.
Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου...
Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,
εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.
Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα,
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου,
να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα,
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα,
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι
και την ελπίδα,
τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.
ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ.
Σπέρνω την καρδιά μου στο λιβάδι,
Στη φωτιά ρίχνω την καρδιά μου,
Στον αγέρα ρίχνω την καρδιά μου
Ιάκωβος Καμπανέλλης
Thursday, October 05, 2006
Απόψε το τραγούδι θα 'ναι σαν προσευχή,
θα είναι ελαιώνας σε ξεχασμένη γη.
Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά
που θα χωράει και σένα κι ας είσαι μακριά.
Απόψε τη σελήνη δεν τη γελάει κανείς
βασιλικό χαϊδεύει με το 'να χέρι της
κι εγώ που δεν κοιμάμαι, εγώ που ξαγρυπνώ,
δεν ξέρω αν θα πεθάνω ή αν θα γεννηθώ.
Απόψε η καρδιά μου θα γίνει ένα παλιό
ποδήλατο που θέλει να βγει στον ουρανό,
τον Μάσιμο Τροΐζι να βρει και να του πει
πως μέσα σε μια νύχτα αλλάζει η ζωή.
Απόψε το τραγούδι θα γίνει αγκαλιά
που θα χωράει και σένα κι ας είσαι μακριά.
Αποσπερίτης
H μέρα φεύγει, ποιος την κλέβει;
Ήξερα μα ξέχασα.
Όσοι δουλέψαν κι όσοι παιδέψαν
τα λερωμένα πέταξαν.
Kι εσύ αποσπερίτη μου
του δειλινού ταιριάζεις.
Άδολα είναι τα μάτια σου
και μην τα κατεβάζεις.
Oι πολιτείες πάντα χορεύουν
σε ρυθμό κιρκαδιανό.
Τα φώτα ανάβουν να προλάβουν
της νύχτας το μετέωρο.
Tα βήματά μας, άθελά μας,
είναι δώρα ακριβά
γι' αυτούς που μένουν και περιμένουν
το σούρουπο μιαν αγκαλιά.
Mες στο σκοτάδι θα 'ρθουν πάλι
μακρινές μαρμαρυγές
να ψιθυρίσουν, να μας θυμίσουν
τρεις απανωτές φορές.
Δέντρο μοναχό
Ποιος είδε δέντρο μοναχό
να 'χει ριγμένα φύλλα,
ποιος είδε και τις αγκαλιές
πού 'δωσα και που πήρα.
Ποιος άκουσε τα βήματα
απ' του σκακιού το πιόνι,
ποιος άκουσε τον ίδρωτα
πού 'πεσε στο σεντόνι.
Έλα μορφή αγαπημένη,
έλα όπως παλιά,
με το αγκάθινο στεφάνι
πού 'χες πάντα πρόχειρα.
Ποιος λάτρεψε το άρωμα
απ' το βρεγμένο χώμα,
ποιος χαίρεται το αντάμωμα
με το δικό σου σώμα.
Ποιος άπλωσε τα χέρια του
να πιάσει τα όνειρά του,
ποιος άγγιξε τις ομορφιές
που πέρασαν μπροστά του.
Έλα μορφή αγαπημένη,
έλα όπως παλιά
με το αγκάθινο στεφάνι
που 'χες πάντα πρόχειρα.
Παλιά πληγη
Βαθιά πληγή, παλιά πληγή
μονάκριβη, δική μου.
Την ξεριζώνω απ' την καρδιά,
φυτρώνει στην αυλή μου.
Ανθίζει καταχείμωνο
που οι φωνές κοπάζουν,
Έχει τη φυλλωσιά πυκνή
και νύχια που χαράζουν.
Αγαπημένα πρόσωπα,
αγαπημένα μάτια.
Έρχονται σαν τα κύματα
κι αφήνουν κατακάθια.
Μαραίνεται απ' το γέλιο μου,
πίνει απ' τα δάκρυά μου.
Έρχεται στις παρέες μου
και κλέβει τη μιλιά μου.
Βαθιά πληγή, παλιά πληγή
πες μου τί να κοιτάξω.
Να μπω σε κόσμο σκοτεινό
ή πάλι ν' αγκαλιάσω;
Wednesday, October 04, 2006
ΜίλΑΑΑΑΑΑΑ
Πες κάτι, οτιδήποτε.
Μόνο μη στέκεις σαν ατσάλινη απουσία.
Διάλεξε έστω κάποια λέξη που να σε δένει πιο σφικτά με την αοριστία.
Είπα να συναντηθούμε για τελευταία φορά.
Αυτό έχει ήδη γίνει, μα δεν το κατάλαβα την ώρα που συνέβαινε.
διάφανες αυλαίες
όταν τ' ανοίγω βλέπω
εμπρος μου
ό,τι κι αν τύχει
όταν τα κλείνω βλέπω
εμπρός μου
ό,τι ποθώ."
Α. Εμπειρίκος
τραγουδισμένος από τον Θανάση Παπακωνσταντίνου.
Tuesday, October 03, 2006
"Κι αν η
ελπίδα
το μέλλον
συντηρεί,
η μνήμη
τρέφει
το
παρόν
το παρελθόν μας
δικαιώνοντας.
Γιατί ότι υπήρξε μια
φορά,
δε
γίνεται
να
πάψει
να έχει
υπάρξει..."
"Κι αν η ελπίδα το μέλλον συντηρεί η
μνήμη
τρέφει το παρόν το παρελθόν μας
δικαιώνοντας. Γιατί ότι υπήρξε
μια
φορά δε
γίνεται να πάψει να'χει
υπάρξει."
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα θυμάμαι,
όταν θα ζει με αναμνήσεις η καρδιά
να 'ρχεσαι πάντα μες στον ύπνο που κοιμάμαι
σαν πεταλούδα με φτερά μενεξεδιά.
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φυλάξω
σ' ένα πηγάδι της ψυχής μου σκοτεινό
όταν θα σκύβω τη ζωή μου να κοιτάξω
να 'σαι φεγγάρι στου βυθού τον ουρανό.
Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό.
Πες μου αυτά που αγαπάς να τα φορέσω
πάνω στο στήθος μου σαν άγιο φυλαχτό
και με την πρώτη μαχαιριά να μην πονέσω
όταν με βρει η μοναξιά να φυλαχτώ.
Μη μου μιλάς γι' αυτά που πρόκειται να γίνουν
όσα φοβάμαι και να διώξω πολεμώ
κι όσα μου πεις πως αγαπάς αυτά θα μείνουν
να τα θυμάμαι μ' έναν κόμπο στο λαιμό.
Παντελής Θαλασσινός.