Tuesday, October 10, 2006

Aυτό το αστέρι είναι για όλους μας.

Δος μου τα χέρια σου να κρατήσω τη ζωή μου.
Σ' εύρισκα, αγαπημένη,

στο χαμόγελο όλων των αυριανών ανθρώπων.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου

είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.


Yστερα έρχόταν η βροχή.

Mα έγραφα σ' όλα μας τα χνωτισμένα τζάμια τ' όνομα σου
κι έτσι είχε ξαστεριά στη κάμαρά μας.
Kράταγα τα χέρια σου
κι έτσι είχε πάντοτε η ζωή ουρανό κι εμπιστοσύνη.
Tα μαλλιά σου είναι μαύρα όπως μια νύχτα,
στο στόμα σου ανασαίνει ολάκερη η άνοιξη...

Oλα μπορούσανε να γίνουνε στον κόσμο αγάπη μου,

τότε που μου χαμογελούσες.

Στην πιό μικρή στιγμή μαζί σου,

έζησα όλη τη ζωή.

Hξερες να δίνεσαι, αγάπη μου.

Δινόσουνα ολάκερη
και δεν κράταγες για τον εαυτό σου
παρά μόνο την έγνοια αν έχεις ολάκερη δοθεί.

Θα ξαναβρεθούμε μια μέρα.

Kαι τότε όλα τα βράδια κι όλα τα τραγούδια
θάναι δικά μας.

Θά 'θελα να φωνάξω τ' όνομά σου,

αγάπη μου, μ' όλη μου τη δύναμη.
Nα το φωνάξω τόσο δυνατά
που να μην ξανακοιμηθεί κανένα όνειρο στον κόσμο
καμιά ελπίδα πιά να μήν πεθάνει.

Ναι, αγαπημένη μου.

Πολύ πριν να σε συναντήσω εγώ σε περίμενα.
Πάντοτε σε περίμενα.
Σαν ήμουνα παιδί και μ' έβλεπε λυπημένο η μητέρα μου

έσκυβε και με ρωτούσε: Τι έχεις αγόρι μου; Δε μίλαγα.
Μονάχα κοίταζα πίσω απ' τον ώμο της,
έναν κόσμο άδειο από σένα.
Και καθώς πηγαινόφερνα το παιδικό κοντύλι
ήτανε για να μάθω να σου γράφω τραγούδια.
Όταν ακούμπαγα στο τζάμι της βροχής
ήταν που αργούσες ακόμα,
όταν τη νύχτα κοίταζα τ' αστέρια,
ήταν γιατί μου λείπανε τα μάτια σου
κι όταν χτύπαγε η πόρτα μου κι άνοιγα δεν ήτανε κανείς.
Κάπου όμως μες στον κόσμο ήταν η καρδιά σου που χτυπούσε.

Έτσι έζησα. Πάντοτε.

Κι όταν βρεθήκαμε για πρώτη φορά
- θυμάσαι; - μου άπλωσες τα χέρια σου
τόσο τρυφερά σα να με γνώριζες από χρόνια.
Μα και βέβαια με γνώριζες.
Γιατί πριν μπεις ακόμα στη ζωή μου
είχες πολύ ζήσει μέσα στα όνειρά μου αγαπημένη μου.
Έβαζα τα χέρια μου στις τσέπες, τα ξανάβγαζα.

Βαδίζαμε δίχως λέξη.
Μα και τι να πει κανείς όταν ο κόσμος είναι τόσο φωτεινός
και τα μάτια σου τόσο μεγάλα.
Ένα παιδί στη γωνιά τραγούδαγε τις λεμονάδες του.
Ήπιαμε μια στα δυο.
Κι αυτό το χελιδόνι που πέρασε ξαφνικά πλάι στα μαλλιά σου...
Τι σου είπε λοιπόν;
Είναι τόσο όμορφα τα μαλλιά σου. Δεν μπορεί, κάτι θα σου είπε.
Αλήθεια κείνη η άνοιξη, εκείνο το πρωινό,

εκείνη η απλή κάμαρα της ευτυχίας,
αυτό το σώμα σου που κράταγα πρώτη φορά γυμνό,
αυτά τα δάκρυα που δεν μπόρεσα στο τέλος να κρατήσω - πόσο σου πήγαιναν.

Α, θα 'θελα να φιλήσω τα χέρια του πατέρα σου,
της μητέρας σου τα γόνατα που σε γεννήσανε για μένα,
να φιλήσω όλες τις καρέκλες που ακούμπησες περνώντας με το φόρεμα σου,
να κρύψω σα φυλαχτό στον κόρφο μου ένα μικρό κομμάτι απ' το σεντόνι που κοιμήθηκες.
Θα μπορούσα ακόμα και να χαμογελάσω στον άντρα που σ' έχει δει γυμνή πριν από μένα,
να του χαμογελάσω, που του δόθηκε μια τόση ατέλειωτη ευτυχία.
Γιατί εγώ, αγαπημένη, σου χρωστάω κάτι πιο πολύ απ' τον έρωτα,
εγώ σου χρωστάω το τραγούδι
και την ελπίδα,
τα δάκρυα
και πάλι την ελπίδα.
Στην πιο μικρή στιγμή μαζί σου, έζησα όλη τη ζωή.


ΤΑΣΟΣ ΛΕΙΒΑΔΙΤΗΣ.

0 Comments:

Post a Comment

<< Home